τζελατίνα

τζελατίνα
η желатин

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "τζελατίνα" в других словарях:

  • τζελατίνα — η, Ν η ζελατίνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. gelatina < λατ. gelatus «παγωμένος» (πρβλ. ζελατίνα)] …   Dictionary of Greek

  • τζελατίνα — η ζελατίνα (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζελατίνα — ζελατίνα, η και τζελατίνα, η (λ. ιταλ.), ζωική κόλλα που παρασκευάζεται από τους χόνδρους και τα κόκαλα των ζώων: Η επιφάνεια των φιλμς καλύπτεται με ένα λεπτό στρώμα ζελατίνας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»